θορυβητό

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

το
θόρυβος, ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. βογγητό, κυνηγητό)].