ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
τοθόρυβος, ταραχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + κατάλ. -ητό (πρβλ. βογγητό, κυνηγητό)].