θυγατριδούς
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
Greek Monolingual
θυγατριδοῦς και θυγατρίδης, ὁ (Α)
βλ. θυγατριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδοῦς < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφιδούς)].