χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: θόρναξ | Medium diacritics: θόρναξ | Low diacritics: θόρναξ | Capitals: ΘΟΡΝΑΞ |
Transliteration A: thórnax | Transliteration B: thornax | Transliteration C: thornaks | Beta Code: qo/rnac |
ὑποπόδιον (Cyprian), Hsch. (metath. of Θρόναξ).
θόρναξ: «ὑποπόδιον Κύπριοι, ἢ ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐν τῇ Λακωνικῇ. ἀπό τε Θόρνακος Θορνάκιος Ἀπόλλων» Ἡσύχ.