θύρηφι
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
[ῠ], Ep. dat. of θύρα, used as adverb, to the door, out, outside, Od.9.238, Hp. Superf.2, etc.; τὰ θύρηφι, opp. τὰ ἔνδοθι, Od.22.220; τὸ θύρηφι or τὰ θύρηφι, Hes.Op. 365, Naumach. ap. Stob.4.23.7.
German (Pape)
[Seite 1227] (von θύρα), adv., draußen, im Gegensatz von ἔνδοθι, Od. 22, 220; Hes. O. 363; Nicomach. Stob. fl. 74, 7.
French (Bailly abrégé)
dat. épq. de θύρη;
adv.
à la porte, au dehors.
Russian (Dvoretsky)
θύρηφι: (ν) (ῠ) adv. [эп. dat. к θύρη вне, снаружи: τὰ ἔνδοθι καὶ τὰ θ. Hom. (имущество, находящееся) и дома и вне дома; τὸ θ. εἶναι Hes. пребывание вне дома, отлучка.
Greek (Liddell-Scott)
θύρηφι: Ἐπικ. δοτ. τοῦ θύρα, ἐν χρήσει ὡς Ἐπίρρ., ἔξω, Ὀδ. Ι. 238, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνδοθι, Χ. 220· τὸ ἢ τὰ θ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 748. 2.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
θύρηφι(ν) (Α)
(επικ. τ. δοτ. του θύρα ως επίρρ.) έξω («τὰ τ' ἔνδοθι καὶ τὰ θύρυφιν», Ομ. Οδ.).