ιερακοπόδιον

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

ἱερακοπόδιον, τὸ (Α)
το φυτό λυχνίς η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνοπόδιον, κλινοπόδιον)].