Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
ἰθύω (Α) [[[ιθύς]] (Ι)]
1. πορεύομαι ευθέως, τρέχω κατευθείαν
2. εφορμώ
3. (με απρμφ.) προθυμοποιούμαι, σπεύδω να κάνω κάτι
4. ποθώ.