ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἰθύω (Α) [[[ιθύς]] (Ι)]
1. πορεύομαι ευθέως, τρέχω κατευθείαν
2. εφορμώ
3. (με απρμφ.) προθυμοποιούμαι, σπεύδω να κάνω κάτι
4. ποθώ.