ικάνω
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
ἱκάνω (Α)
1. έρχομαι, φθάνω
2. εκτείνομαι
3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω
4. (για ικέτη) πέφτω στα γόνατα κάποιου παρακαλώντας τον, γονυπετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκ-άν-Fω < ικ- (πρβλ. ίκω, ικνούμαι) + -αν-Fω κατά τα κιχ-άνω, φθ-άνω].