Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
ἱμερόφρων, ὁ (Α)
αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλόφρων, ομόφρων].