ιππημολγός
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
Greek Monolingual
ἱππημολγός, ὁ (Α)
(για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βουμολγός, Κυναμολγός. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].