ισοδυναμώ
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσοδυναμῶ, -έω) ισοδύναμος
είμαι ίσος ή ισοδύναμος με κάποιον, έχω την ίδια δύναμη ή ισχύ ή αξία ή σημασία με κάποιον άλλο, αντιστοιχώ (α. «η απάντησή σου ισοδυναμεί με άρνηση» β. «τὸ ψεῡδος ἰσοδυναμεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Πολ.)
αρχ.
(για φάρμακα) έχω τις ίδιες ιδιότητες με κάποιο άλλο.