ιστοριοδίφις
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
ιστοριοδίφης, ο, θηλ. ιστοριοδίφις
αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη συγγραφή ιστορικού συγγράμματος, ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιστορία + -δίφης (< διφώ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστροδίφης, φυσιοδίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστείδη Κυπριανό].