ισχυροποιώ

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχυροποιῶ, -έω) ισχυροποιός
1. καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω, ενδυναμώνω
2. καθιστώ έγκυρο, καθιερώνω.