γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
(ΑΜ ἰσχυροποιῶ, -έω) ισχυροποιός1. καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω, ενδυναμώνω2. καθιστώ έγκυρο, καθιερώνω.