ιυγή

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἰυγή, ἡ (Α) ιύζω
1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή
2. βοή, θόρυβος.