ιχνολογώ

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source

Greek Monolingual

ἰχνολογῶ, -έω (AM)
ανιχνεύω, αναζητώ, ιχνηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -λογῶ (< -λογος < λόγος), πρβλ. σταχυολογώ, ψηφολογώ].