κάθιδρος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθιδρος Medium diacritics: κάθιδρος Low diacritics: κάθιδρος Capitals: ΚΑΘΙΔΡΟΣ
Transliteration A: káthidros Transliteration B: kathidros Transliteration C: kathidros Beta Code: ka/qidros

English (LSJ)

κάθιδρον, sweating violently, LXX Je.8.6, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1285] = καθίδρως, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κάθιδρος: -ον, = καθίδρως, Ἑβδ. (Ἰερ. Η΄, 6), Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάθιδρος, -ον, Α και καθίδρως, -ωτος, ό, ή)
γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άνιδρος, έφιδρος].