κάπα
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα)
φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας
νεοελλ.
1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι
2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια
3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη μέ τρών' οι ψείρες» — λέγεται γι' αυτούς που υφίστανται σημαντική θυσία για να απαλλαγούν από ποικίλες φροντίδες και προβλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cappa].