κάπνα

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

και καπνιά, η
ο καπνός, η αιθάλη («άνοιξε τα παράθυρα γιατί είχε γεμίσει κάπνα το δωμάτιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνίζω, με υποχωρητικό σχηματισμό, πρβλ. άχνα < αχνίζω (II), λαχτάρα < λαχταρώ].