κήλον
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
κῆλον, τὸ (Α)
1. το ξύλο, το στέλεχος του βέλους
2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῖο», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «κῆλα νεῶν»
α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων
β) συνεκδ. τα πλοία
4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» — τα ξύλα της φόρμιγγας, η φόρμιγγα («[φόρμιγγος] κῆλα καί δαιμόνων θέλγει φρένας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στον πληθ. (κῆλα), συνδέεται με αρχ. ινδ. śara- «βέλος», μέσο ιρλδ. cail «ακόντιο» και ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kel- «βέλος, δύσκαμπτο καλάμι». Η σύνδεση με τον τ. κᾱλόν «ξύλο» δεν θεωρείται ορθή].