κίγκασος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίγκασος Medium diacritics: κίγκασος Low diacritics: κίγκασος Capitals: ΚΙΓΚΑΣΟΣ
Transliteration A: kínkasos Transliteration B: kinkasos Transliteration C: kigkasos Beta Code: ki/gkasos

English (LSJ)

ὁ, name of a throw at dice, Hsch.; cf. κίκκασος.

Greek (Liddell-Scott)

κίγκασος: «κυβευτικός τις βόλος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κίγκασος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κυβευτικός τις βόλος», δηλ. είδος ριξίματος του ζαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τελείως αβέβαιη η σύνδεση του με το κίγκλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: ?
Meaning: κυβευτικός τις βόλος, also κίκκασος ...καὶ βόλου ὄνομα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the suffix Chantraine Formation 435; further unexplained. Fur. 281 assumes "spätgriech. Geminatenauflösung (Schwyzer, KZ 61, 230). No doubt a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

κίγκασος: {kígkasos}
Meaning: κυβευτικός τις βόλος, auch κίκκασος· βόλου ὄνομα H.
Etymology: Zur Bildung Chantraine Formation 435; sonst unerklärt.
Page 1,849

German (Pape)

ὁ, = κίκκασος, Hesych.