κίκκα

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκκα Medium diacritics: κίκκα Low diacritics: κίκκα Capitals: ΚΙΚΚΑ
Transliteration A: kíkka Transliteration B: kikka Transliteration C: kikka Beta Code: ki/kka

English (LSJ)

ἡ, hen, Hsch; v. κίκιρρος.

Greek Monolingual

(I)
κίκκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίς», όρνιθα, κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από το κακάρισμα της κότας].