Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: κίλλαι | Medium diacritics: κίλλαι | Low diacritics: κίλλαι | Capitals: ΚΙΛΛΑΙ |
Transliteration A: kíllai | Transliteration B: killai | Transliteration C: killai | Beta Code: ki/llai |
ἀστράγαλοι, ἢ ὄνοι, Hsch.
[Seite 1438] ἀστράγαλοι ἢ ὄνοι, Hesych., s. κίλλος.
κίλλαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αστράγαλοι, κότσια από πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κίλλος «όνος»].