κίλλιος

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίλλιος Medium diacritics: κίλλιος Low diacritics: κίλλιος Capitals: ΚΙΛΛΙΟΣ
Transliteration A: kíllios Transliteration B: killios Transliteration C: killios Beta Code: ki/llios

English (LSJ)

α, ον, = κιλλός.

German (Pape)

[Seite 1438] dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.

Greek Monolingual

κίλλιος, -ία, -ον (Α) κίλλος
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, κιλλός («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).