καθευδητέον
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
one must sleep, Pl.Phdr.259d.
Greek (Liddell-Scott)
καθευδητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D.
Greek Monotonic
καθευδητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθευδητέον, adj. verb. van καθεύδω, er moet geslapen worden.
German (Pape)
Adj. verb. von καθεύδω.