καθρεφτίζω
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Greek Monolingual
καθρεφτίζω και καθρεπτίζω καθρέφτης
1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω
2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να το απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά
3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει την ψυχή»)
4. μέσ. καθρεφτίζομαι
α) κοιτάζομαι στον καθρέφτη, βλέπω τον εαυτό μου σε καθρέφτη
β) απεικονίζομαι.