καινογράφος

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινογρᾰ́φος Medium diacritics: καινογράφος Low diacritics: καινογράφος Capitals: ΚΑΙΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kainográphos Transliteration B: kainographos Transliteration C: kainografos Beta Code: kainogra/fos

English (LSJ)

ὁ, composer in a new style, prob. in Anon. Metr. Oxy. 220vi3.

Greek Monolingual

καινογράφος, ὁ (Α)
πάπ. αυτός που γράφει με νέο τρόπο, με νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γράφος (< γράφω), πρβλ. πεζογράφος, χρονικογράφος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημασία (πρβλ. καινόγραφος)].