κακοκαιρία

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source

Greek Monolingual

και κακοκαιριά, η
κακός καιρός, άσχημες καιρικές συνθήκες, κακή καιρική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + καιρός (πρβλ. καλοκαιρία)].