Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλένδες

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

οι (AM καλένδαι και καλάνδαι)
νεοελλ.
φρ. (για κάθε πράγμα που αναβάλλεται διαρκώς)
«στις ελληνικές καλένδες» — σε ημερομηνία που δεν θα έρθει ποτέ, επειδή οι Έλληνες δεν είχαν καλένδες στο ημερολόγιό τους