καλαθώ

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

καλαθῶ, -όω (Μ) κάλαθος
καλύπτω με τεμάχια λεπτών σανίδων το εσωτερικό μέρος της στέγης, την οροφή, ταβανώνω, οροφώ.