καλοαίματος

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει αίμα καλής σύστασης
2. αυτός που ασκεί καλή επίδραση στο αίμα.