καλοκαιρινός
From LSJ
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
English (LSJ)
ὁ, name of an ἐγχυματισμός, Hippiatr.129.8.
German (Pape)
[Seite 1313] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ καλοκαιρινός, -ή, -όν) καλοκαίρι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλοκαίρι ή γίνεται κατά το καλοκαίρι, θερινός, καλοκαιριάτικος (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό ταξίδι».
2. φρ. «το κάναμε καλοκαιρινό» — φέραμε πλήρη αναστάτωση, τά κάναμε όλα άνω κάτω.