καλόγνωμος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόγνωμος, -ον)
1. ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος, ο ευγενικός, ο άνθρωπος που έχει καλή διάθεση
2. το ουδ. ως ουσ. το καλόγνωμο(ν)
η καλοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύγνωμος, αλλοτριόγνωμος].