καλόθριξ
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
-τριχος, ὁ, ἡ, = καλλίθριξ, Suid. s.v. εὐχαίτης ἵππος.
German (Pape)
[Seite 1312] τριχος, = καλλίθριξ, Hdn. epim. 16.
Greek (Liddell-Scott)
καλόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, = καλλίθριξ, Ἡρῳδ. Ἐπιμερ. 166. κλ.
Greek Monolingual
καλόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ (Α)
(αντί καλλίθριξ) αυτός που έχει ωραία κόμη ή χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + θρίξ, τριχός].