καπνοκοπτικός

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοπή του καπνού («καπνοκοπτική μηχανή» — η μηχανή με την οποία κόβονται τα φύλλα του καπνού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτικός (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].