καρποφορία
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ἡ, fruit-bearing, Ocell.4.9 (pl.), Ph.1.105, Cod.Just. 1.3.38.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1329] ἡ, das Fruchttragen, die Fruchtbarkeit, Philo u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
καρποφορία: ἡ плодоношение, плодородие Arst.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφορία: ἡ, ἡ παραγωγὴ καρποῦ, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 3, Φίλων 1. 105, κτλ.
Greek Monolingual
η (AM καρποφορία) καρποφόρος
η παραγωγή καρπών, η γονιμότητα, η ευφορία.