καταινώ

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

καταινῶ, -έω (Α)
1. συμφωνώ, επιδοκιμάζω
2. συμφωνώ με κάποιον όρο
3. αποδέχομαι, υπόσχομαι, ομολογώ
4. υπόσχομαι
5. αρραβωνιάζω θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αἰνῶ «συγκατατίθεμαι» (< αἶνος)].