εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit
κατακολλῶ, -άω (Α)
1. προσαρμόζω με κόλλα κάτι πάνω σε κάτι άλλο
2. διακοσμώ κολλώντας κάτι («θύρας χρυσῷ κατακολλᾱν»)
3. συνάπτω.