καταμήνυση

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

η (AM καταμήνυσις) καταμηνύω
υποβολή μηνύσεως εναντίον κάποιου, καταγγελία
νεοελλ.
φρ. (νομ.) «ψευδής καταμήνυση» — η αναληθής ενοχοποίηση ενός προσώπου για τέλεση αξιόποινης πράξης ενώπιον δικαστικής αρχής, εν γνώσει της αναλήθειας της ενοχοποίησης.