καταπάνω

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

και καταπάνου και κατεπάνωκαταπάνω και καταπάνου και κατεπάνω)
επίρρ. κατευθείαν επάνω
2. εναντίον κάποιου
3. σχετικά με κάτι ή με κάποιον («να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου του λαού ετούτου», Σουμμ.)
4. (για εξουσία) πάνω σε κάποιον («αν ήθελε έχει εξουσία καταπάνου τους», Σουμμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + (ε)πάνω].