καταπαγίως

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source

German (Pape)

[Seite 1367] sehr fest, πόλιν κ. οἰκεῖν, eine Stadt als festen, beständigen Sitz bewohnen, Isocr. 15, 156.

French (Bailly abrégé)

adv.
à état fixe, comme résidence fixe.
Étymologie: κατά, πάγιος.

Greek (Liddell-Scott)

καταπᾰγίως: ἐπίρρ., συνεχῶς, διαρκῶς, μονίμως, πόλιν κ. οἰκεῖν Ἰσοκρ. ἐν Ἀντιδ. § 167.

Russian (Dvoretsky)

καταπᾰγίως: adv. прочно, т. е. в качестве постоянных жителей, постоянно (πόλιν οἰκεῖν Isocr.).