καταπεφρονημένως

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπεφρονημένως Medium diacritics: καταπεφρονημένως Low diacritics: καταπεφρονημένως Capitals: ΚΑΤΑΠΕΦΡΟΝΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katapephronēménōs Transliteration B: katapephronēmenōs Transliteration C: katapefronimenos Beta Code: katapefronhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of καταφρονέω, despisedly, v.l. for -μένος in Sch. Luc. Ind. 10.

German (Pape)

[Seite 1369] verachtet, Sp.

Greek Monolingual

καταπεφρονημένως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονημένος (μτχ. παρακμ. του καταφρονοῦμαι)].