καταρρακτώδης

From LSJ

ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth

Source

Greek Monolingual

-ες
αυτός που μοιάζει με καταρράκτη, ορμητικόςκαταρρακτώδης βροχή»).
επίρρ...
καταρρακτωδώς
με καταρρακτώδη τρόπο, σαν καταρράκτης, ορμητικά («έβρεξε καταρρακτωδώς).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης + κατάλ. -ώδης (πρβλ. ανθώδης, χαώδης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].