κατατρεπτικῶς

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρεπτικῶς Medium diacritics: κατατρεπτικῶς Low diacritics: κατατρεπτικώς Capitals: ΚΑΤΑΤΡΕΠΤΙΚΩΣ
Transliteration A: katatreptikō̂s Transliteration B: katatreptikōs Transliteration C: katatreptikos Beta Code: katatreptikw=s

English (LSJ)

v. καταστρεπτικῶς.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρεπτικῶς: Ἐπίρρ., ἀναστρόφως, ἀνατρεπτικῶς, ὅσα εἰσὶν ὁρμῆς κινητικὰ ἀνετικῶς ἐφ’ ἕτερα καὶ μὴ κ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 150.

German (Pape)

umwendend, Stob. ecl. phys. 2 p. 150.