καταχρώζω

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

French (Bailly abrégé)

c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.

Greek Monolingual

καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].

Greek Monotonic

καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.

German (Pape)

καταχρώννυμι, erst bei Sp. im praes.