κατσουφιάζω
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Greek Monolingual
1. γίνομαι κατσούφης, γίνομαι σκυθρωπός
2. (για τον καιρό) γίνομαι συννεφώδης, σκοτεινιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατσούφος (< κατηφής) + -ιάζω].