καύχηση
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
η (Α καύχησις) καυχώμαι
1. το να καυχιέται κάποιος, καυχησιά, κομπασμός, καυχησιολογία
2. αντικείμενο καύχησης, περηφάνειας, καύχημα.