κιθαριστήριος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαριστήριος Medium diacritics: κιθαριστήριος Low diacritics: κιθαριστήριος Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kitharistḗrios Transliteration B: kitharistērios Transliteration C: kitharistirios Beta Code: kiqaristh/rios

English (LSJ)

α, ον,
A used to accompany the cithara. αὐλός Ephor. 3 J., Aristox.Fr.Hist.67.
II Subst. -τήριον, τό, performance on the cithara, BGU1125.26 (pl., i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1437] = κιθαριστικός; αὐλοί, mit denen die Cither begleitet wird, Ath. IV, 182 c; vgl. XIV, 634 e; νόμοι Poll. 4, 83.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰριστήριος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει ὅπως συνοδεύῃ τὴν κιθάραν, αὐλὸς Ἀθην. 182C, 634Ε.

Greek Monolingual

κιθαριστήριος, -ία, -ον (Α) κιθαρίζω
1. (για αυλό) αυτός που χρησιμοποιείται για να συνοδεύει την κιθάρα
2. το ουδ. ως ουσ. τo κιθαριστήριον
πάπ. η εκτέλεση μελωδίας σε κιθάρα.