κιμάς

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

ο
1. κρέας αλεσμένο με ειδική μηχανή ή ψιλοκομμένο με ειδικό μαχαίρι
2. φρ. «θα τον κάνω κιμά όταν τον δω» — θα τον χτυπήσω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kiyma].