κιτρόφυτον
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
τό, citrontree, ib.10.8.2.
German (Pape)
[Seite 1443] τό, Citronenbaum, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
κιτρόφῠτον: τό, τὸ πρὸς φύτευσιν φυτὸν ἢ κλαδίον κιτρέας, Γεωπ. 10. 8, 2.
Greek Monolingual
κιτρόφυτον, τὸ (Μ)
η κιτριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρον + -φυτον (< φυτόν), πρβλ. λιό-φυτο, ξερό-φυτο].