κλίκα
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
η
1. ομάδα ατόμων τα οποία περιστοιχίζουν με κολακείες ισχυρό πρόσωπο με σκοπό την προαγωγή τών συμφερόντων τους
2. άτομα αλληλοϋποστηριζόμενα για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clique < cliquer «χειροκροτώ»].